Ἑρμῆς

Ἑρμῆς
Ἑρμῆς, οῦ, ὁ Hermes
the Greek god (SEitrem, Hermes: Pauly-W. VIII 1, 1912, 738–92; LFarnell, The Cults of the Gk. States V, 1909, 1–84; also LfgrE s.v. Ἑρμείας col. 708 (lit.)) Ac 14:12 (s. the lit. on Λύστρα and cp. Ael. Aristid. 46 p. 135 D.: Ἑρμῆν ῥητορικὴν ἔχοντα; 46 p. 398 D. of Demosth., ὸ̔ν ἐγὼ φαίην ἄν Ἑρμοῦ τινος λογίου τύπον εἰς ἀνθρώπους κατελθεῖν; Orph. Hymn. 28, 4 Q: Hermes as λόγου θνητοῖσι προφήτης; Ar. 10:3 λόγων ἑρμηνευτήν; Just., Ath.).
receiver of a greeting Ro 16:14 (H. as a man’s name [cp. OGI 481, 4; 597, 4; PVindBosw 6, 2 (250 A.D.); 4, 2; Jos., Ant. 14, 245] is either simply the name of the god [HMeyersahm, Deorum nomina hominibus imposita, diss. Kiel 1891; HUsener, Götternamen 1896, 358] or a short form like Ἑρμᾶς [q.v.]; a slave’s name SEG XLI, 1414, 1; CIL 6, 8121; B-D-F §125, 1; Rob. 172).—DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἑρμῆς — pillar surmounted by bust masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • ἑρμῆς — ἑρμάζω steady fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμῆς ἐπεισελήλυθε! — См. Тихий Ангел пролетел …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἑρμῆς κοινός. — См. Чур пополам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ερμής ο Τρισμέγιστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς κειμένων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (2oς 3oς αι. μ.Χ.). Την καταγωγή του πρέπει να την αναζητήσουμε στον χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εποχή φιλοσοφικό συγκρητισμό, που γέννησε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμαῖ — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc nom/voc pl (attic) Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμᾶν — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc acc sg (doric) Ἑρμᾶ̱ν , Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμῆν — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc acc sg (attic epic ionic) Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ермий — (Έρμής, Hermes) приветствуется апост. Павлом в послании к Римлянам (см. соотв. статью) вместе с Ермой и другими братьями. По преданию, Е. был один из семидесяти апостолов и впоследствии сделался епископом в Далмации. Память 4 янв. и 8 апреля …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”